μονότονος

μονότονος
μονότονος
of one tone
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονότονος — η, ο (ΑΜ μονότονος, ον) αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·|| νεοελλ. 1. (για ύφος λόγου) μτφ. αυτός που είναι υπερβολικά ομοιόμορφος, που… …   Dictionary of Greek

  • μονότονος — η, ο 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηχητικής ποικιλίας: Μονότονη μουσική. 2. μτφ., που προκαλεί πλήξη, ανιαρός: Κάνει για χρόνια μια μονότονη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοτόνως — μονότονος of one tone adverbial μονότονος of one tone masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότονον — μονότονος of one tone masc/fem acc sg μονότονος of one tone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτόνους — μονότονος of one tone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότονα — μονότονος of one tone neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

  • монотонный — Через нем. mоnоtоn (XVIII в.; см. Шульц–Баслер 1, 147) или франц. monotone от греч. μονότονος однозвучный …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • монотонный — (иноск.) скучный (однообразный, неоживленный) Ср. Монотонное чтение . Монотонная жизнь . Ср. Треск, подсвистыванье, царапанье, степные басы, теноры и дисканты все мешается в непрерывный монотонный гул... Однообразная трескотня убаюкивает, как… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • унисоном(унисон) — (иноск.) единогласно, в один голос (согласно, как бы в один тон) Ср. Он слился с голосом Кости и уже звуча в унисон ему... являвшийся как бы эхом, тенью основного звука... М. Горький. Тоска. 2. Ср. А l unisson. Ср. Unisonus (unus, один sonus,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”